Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2008
Τους τελευταίους δύο με τρεις μήνες συνειδητοποιώ κάτι που όλοι θεωρούνε αυτονόητο, λίγοι όμως το αποδέχονται. Γιατί εγώ τουλάχιστον πάντα θεωρούσα ότι όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να λειτουργούνε με τους δικούς μου κανόνες και αξίες, όχι γιατί ήθελα να τους χωρέσω όλους στα δικά μου καλούπια, αλλά γιατί αυτά θεωρουσα σωστά, και γι' αυτό άλλωστε και τα ακολουθούσα. Παρόλα αυτά, ποτέ δεν επεδίωξα να αλλάξω ότι δεν με ενοχλούσε στους άλλους. ο καθένας είναι διαφορετικός και αυτό είναι σεβαστό. Πολλές φορές μάλιστα άλλαζα εγώ γραμμή πλεύσης όταν αναθεωρούσα κάτι ή άλλαζα άποψη. Μπορεί όλοι να μην λειτουργούσαν με τα δικά μου στάνταρ, λειτουργούσαν όμως με παρόμοια, ή και καλύτερα από τα δικά μου. Αυτό έμαθα να το αποδέχομαι και να το σέβομαι. Αυτό όμως που δεν καταλαβαίνω και δεν θα δεχτώ ποτέ είναι γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν δέχονται αυτά που εσύ πιστεύεις και διεκδικείς. Είναι σίγουρό ότι με μερικά άτομα θα έχεις εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις και ιδέες και συνεπώς απλώς θα τους αφήνεις εξω από τη ζωή σου, συνεχίζοντας αυτό που εσύ νομίζεις σωστό και αφήνοντας και τον άλλο να κάνει το ίδιο. Αυτό βέβαια που μερικοί δεν δέχονται είναι αυτή η διαφορετικότητα και προσπαθούν με κάθε μέσο να σε φέρουν στα νερά τους. Να καταφέρουν να περάσει το δικό τους, όχι γιατί απλά το θεωρούν σωστό, αλλά γιατί νομίζουν ότι όλος ο υπόλοιπος κόσμος θα πρέπει να υπακούει στα δικά τους θέλω. Πάντα πίστευα ότι όλοι λειτουργούν καλοπροαίρετα, ότι κατά βάθος είναι καλοί άνθρωποι, αλλά τελικά συνειδητοποιώ ότι χωριζόμαστε σε δύο κατηγορίες. Και το χειρότερο είναι ότι η δεύτερη κατηγορία προσπαθεί με κάθε τρόπο να αφομιώσει την πρώτη. Δηλαδή δεν μπορώ να το καταλάβω γιατί πρέπει όλοι να κολυμπάμε στα ίδια σκατά. Δεν φτάνει που εδώ που ζούμε πατάμε όλοι μες στο βούρκο, πρέπει μερικοί να σε τραβάνε ακόμα πιο μέσα;
Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2007
Το πιο άσχημο πράγμα είναι να νομίζεις ότι μπορείς να ελπίζεις για κάτι, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχεις καμία απολύτως ελπίδα. Είναι καλό να πιστεύεις στις δυνάμεις σου και στο ότι μπορείς να καταφέρεις ό,τι βάλεις στο μυαλό σου, όμως μερικά πράγματα είναι γραφτό να μην συμβούν. Και όσο προσπαθείς γι' αυτά τα άπιαστα πράγματα, τόσο πιο πολύ απελπίζεσαι και τα βάζεις με τον εαυτό σου. Δεν είναι όμως ότι δεν αρκούν οι δυνάμεις σου για να κατακτήσεις αυτό που θες, ούτε ότι δεν φτάνουν τα χαρίσματά σου. Είναι ότι για κάποια πράγματα δεν έχει έρθει ακόμα ώρα. Είναι ότι κάποια πράγματα δεν πρέπει να συμβαίνουν για το καλό όλων μας, όσο και αν αυτό μας πληγώνει. Όταν ελπίζεις σε κάτι που δεν είναι γραφτό να συμβεί, δεν φταις εσύ για την άγνοιά σου, δεν φταίνε οι γύρω σου που σε αφήνουν να πιστεύεις σε κάτι που μπορεί να βλέπουν ότι είναι ανέφικτο. Για την ακρίβεια μάλλον είναι ανόητο να αποδίδεις ευθύνες στις ελπίδες σου και να κατηγορείς τον εαυτό σου γιατί αυτές ζουν μέσα σου. Ακόμα και αν κάποια στιγμή συνειδητοποιήσεις ότι είναι άσκοπο να ελπίζεις σε κάτι μακρινό και ξέρεις ότι η γνώση αυτή ήταν πάντα μέρος του εαυτού σου και είτε την αγνοούσες, είτε την παρ έβλεπες συνειδητά. Είναι δύσκολο να σκέφτεσαι λογικά όταν απελπίζεσαι και χάνεις κάτι που τόσο πολύ επιθυμούσες. Συνειδητοποιείς όμως ότι όλα τα άτομα γύρω σου δεν μπορούν να σου δώσουν αυτό που εσύ ελπίζεις από αυτά. Και αυτό όχι γιατί δεν σε θεωρούν άξια να σου δώσουν ένα μέρος του εαυτού τους και να πάρουν και αυτά με τη σειρά τους έαν μέρος του δικού σου, αλλά γιατί δυστυχώς κάθε άτομο ζητάει διαφορετικά πράγματα από τους γύρω του ανάλογα με τη φάση που αυτό βρίσκεται και το κατά πόσο τα έχει βρει με τον εαυτό του. Και ενώ εσύ μπορείς να του δώσεις τα πάντα και να ελπίζεις ότι αυτό θα τα δεχτεί και θα τα ανταποδώσει, στην πραγματικότητα ψάχνει κάτι πολύ πιο απλό ή πιο λίγο και αυτό όχι γιατί περιφρονεί αυτά που του προσφέρεις εσύ, αλλά γιατί ίσως ζητάει κάτι διαφορετικό, είτε αυτό σε πληγώνει εσένα, είτε όχι. Είναι δύσκολο να σκέφτεσαι όλα αυτά όταν χάνεις τις ελπίδες σου και καταρρίπτονται όσα πίστευες και όσα περίμενες να συμβούν, αλλά σιγά-σιγά, μαθαίνεις και αποδέχεσαι - χωρίς απαραίτητα να το θες - την κατάσταση χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις. Άλλωστε κανείς δεν μπορεί να σου δώσει μία επαρκή εξήγηση για κάτι που χάνεις απλώς και μόνο επειδή το επέβαλλαν οι καταστάσεις.
Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2007
Τον τελευταίο καιρό δεν έχω όρεξη για πολλά πράγματα. Και δυστυχώς είναι μια περίοδος που πνίγομαι. Η βαρεμάρα έρχεται τις πιο άσχετες στιγμές τελικά. Ξέρω βέβαια ότι θα μου ξανάρθει η όρεξη σε λίγο καιρό. Άλλωστε είμαι με τα φεγγάρια μου όπως λένε όλοι, αλλά είναι πολύ εκνευριστικό να θέλεις να κάνεις κάτι και να μην μπορείς να συγκεντρωθείς. Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι ακριβώς χρωστάνε οι μαθητές και τα περνάνε όλα αυτά. Και μετά σου λέει γιατί κάνουμε καταλήψεις. Μωρέ καλά λέει ένας φίλος μου τα σχολεία δεν πρέπει να τα κλείνουμε, να τα καίμε πρέπει. Και αυτά και όλο το υπουργείο μαζί. Και όλους αυτούς που αναγκάζουν 17 χρονών παιδιά να μένουν σπίτια τους και να διαβάζουν μαλακίες αντί να είναι έξω και να κάνουν ότι γουστάρουν, θεωρώντας ότι έτσι ''εξασφαλίζουν'' το μέλλον τους. Γιατί εγώ δεν γουστάρω να χαραμίσω εννιά μήνες από τη ζωή μου για να γίνω μέρος του συστήματος και να είμαι και περήφανη από πάνω γι' αυτό. Αν ήταν στο χέρι μου δεν θα χαράμιζα ούτε εννιά ώρες, γιατί δεν ανέχομαι ούτε να με υποτιμούν με την παιδεία που μου προσφέρουν ούτε να με βλέπουν σαν άλογο κούρσας και να ποντάρουν πάνω μου. Θέλουν κάψιμο όλοι αυτοί που μας αναγκάζουν την ώρα που θέλουμε κυρίως να γνωρίσουμε τη ζωή, να μπούμε σε ''πρόγραμμα'' και να συνεργαστούμε με το σύστημα. Ώρες ώρες αναρωτιέμαι, μωρέ όλοι αυτοί που μας φτιάχνουν την παιδεία μαθητές δεν υπήρξαν ποτέ; Γεννήθηκαν κατευθείαν υπουργοί και βουλευτές; γιατί μόνο έτσι μπορώ εγώ να εξηγήσω το χάσμα ανάμεσα σ' αυτό που αυτοί νομίζουν ότι προσφέρουν και σ' αυτό που τελικά οι μαθητές αποδέχονται. Ε λοιπόν εμένα δεν μου αρέσει η παιδεία τους, δεν μου αρέσει το σχολείο τους, οι εξετάσεις τους, τα μαθήματά τους, οι καθηγητές τους και κυρίως τα φροντιστήριά τους, και αν τα ανέχομαι όλα αυτά είναι επειδή όπως και τόσοι άλλοι δεν μπορώ να κάνω τίποτα παραπάνω από το να διαμαρτυρηθώ. Αλλά ειλικρινά όμως εύχομαι να έρθει γρήγορα μια μέρα που κάποιος θα τους το ρίξει το σύστημα και θα τους στείλει όλους σπίτια τους.
Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2007
Πως γίνεται ένας κόσμος γεμάτος ψεγάδια να αναζητεί τόσο επίμονα την τελειότητα και να εκνευρίζεται όταν δεν την βρίσκει; Πως γίνεται οι άνθρωποι να ζητούν τόσα πολλά από τους διπλανούς τους, τους φίλους τους, τους συντρόφους τους, τη ζωή; Πως γίνεται να έχουμε γίνει τόσο απαιτητικοί, τόσο ανικανοποίητοι; Αναζητούμε από τους άλλους να είναι τέλειοι, ενώ εμείς έχουμε χιλιάδες ελαττώματα Είναι εύκολο να κατηγορούμε τους άλλους παρά τον εαυτό μας. Είναι όμως άδικο. Είναι επιπόλαιο να ψάχνουμε την ομορφιά χωρίς να γνωρίζουμε τι είναι πραγματικά όμορφο. Οι άνθρωποι έχουν βάλει τόσα κριτήρια για να κρίνουν τους γύρω τους. Έχουν γίνει τόσο πολύπλοκοι. Αγνοούν το πως δείχνουν οι ίδιοι αλλά αναζητούν παντού το τέλειο. το όμορφο. Πως είναι ένας πραγματικά όμορφος άνθρωπος άραγε; Πως μπορεί κάποιος να ορίσει το είναι όμορφο και τι όχι; Και πως είναι ο κόσμος για τους άσχημους ανθρώπους; Πως μπορούν οι άνθρωποι να κρίνουν συνέχεια τους γύρω τους; Πως μπορούν να απορρίπτουν κάποιον επειδή τον θεωρούν άσχημο και τι είναι αυτό που κάνει κάποιον άσχημο στα μάτια κάποιου; Οι άνθρωποι είναι εγωιστές, υπερόπτες. Είναι πεπεισμένοι ότι ο κόσμος χωρίζεται σε κατηγορίες. Για κάποιους όλα τα δάχτυλα του χεριού δεν είναι ίσα. Χωρίζουν τους ανθρώπους σε όμορφους και άσχημους, χωρίς να έχουν υπόψιν τους ότι τα πάντα γύρω τους είναι κάτι χειρότερο από άσχημα. Σιχαίνομαι τους ανθρώπους που το κάνουν αυτό. Σιχαίνομαι τον εαυτό μου όταν το κάνει αυτό. Οι άνθρωποι κρίνουν, αναζητούν το τέλειο χωρίς να ξέρουν ότι αυτό αλλάζει. Χωρίς να ξέρουν ότι τα πρότυπα της τελειότητας και της ομορφιάς καθιερώνονται άθελά μας και αλλάζουν χωρίς την συναίνεσή μας. Παρ' όλα αυτά εμείς συνεχίζουμε να τα ακολουθούμε και να κρίνουμε τους ανθρώπους βάση αυτών. Να τους χωρίζουμε σε κατηγορίες. Προσπαθώ να κλείνω τα αυτιά και τα μάτια μου σε αυτούς που με κρίνουν. Δεν είναι πάντα εύκολο όμως. Ο κόσμος είναι άδικος, πολύ απαιτητικός. Είναι καλύτερο να του γυρνάς την πλάτη και να αδιαφορείς, παρά να τον παίρνεις στα σοβαρά. Έτσι θα ζήσεις καλύτερα και περισσότερο.
Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2007
Δεύτερη φύση
Να γεννηθεί κάτω απ'τη δυναστεία των ρόδων!
Ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιών
Τα μάτια μου ορθάνοιχτα μεσ'στις εικόνες του
Γύρω απ'την ολοπράσινη επιτυχία των φύλλων
Οι πεταλούδες ζουν μεγάλες περιπέτειες
Ενώ η αθωότητα
Ξεντύνεται το τελευταίο της ψέμα
Γλυκιά περιπέτεια Γλυκιά
Η Ζωή.
Επίγραμμα
Πριν απ'τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ'τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα.
Ο ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΟΣ ΓΙΓΑΝΤΑΣ
Κάθε απόγευμα, φεύγοντας απ' το σχολείο, τα παιδιά το 'χαν συνήθεια να παίζουν στον κήπο του γίγαντα.
Ήταν ένας πελώριος, μαγευτικός κήπος, μ' απαλή πράσινη χλόη και χιλιάδες πολύχρωμα λουλούδια όμοια μ' αστέρια κι ακόμα, εδώ κι εκεί, δώδεκα ροδακινιές φορτωμένες ρόδινα κι ολόλευκα ντελικάτα ανθάκια απ' της άνοιξης τ' άγγιγμα, που το φθινόπωρο βάραιναν απ' τα πολύχυμα φρούτα.
Τα πουλιά κάθονταν στα δέντρα και κελαηδούσαν τόσο γλυκά, που τα παιδιά σταματούσαν το παιχνίδι για να τ' ακούσουν. «Πόσο ευτυχισμένα είμαστε εδώ!» έλεγαν αναμεταξύ τους.
Κάποια μέρα ο γίγαντας γύρισε. Εφτά ολάκερα χρόνια ήταν σ' επίσκεψη, στο φίλο του το δράκο της Κόρνας, κι όταν τα χρόνια πέρασαν κι εκείνος είχε τελειώσει ό,τι είχε να πει -αφού δεν είχε και πολλά να συζητήσει- αποφάσισε το γυρισμό στο κάστρο.
Την ώρα που 'φτάσε, αντίκρισε τα παιδιά να παίζουν στον κήπο.
«Τι δουλειά έχετε εδώ;» φώναξε μ' οργή, και τα παιδιά το 'βαλαν στα πόδια τρομαγμένα.
«Ο κήπος είναι μοναχά δικός μου», είπε ο γίγαντας. «Όλοι μπορούν να το καταλάβουν, και δεν θα επιτρέψω σε κανένα να παίζει εδώ, έξω από μένα».
Κι έτσι, έχτισε έναν πελώριο τοίχο ολόγυρα στον κήπο, κι ύστερα, κάρφωσε μια πινακίδα που 'λέγε:
Οι παραβάτες τιμωρούνται
Ήταν, αλήθεια, ένας πολύ σκληρόκαρδος γίγαντας.
Τα δύστυχα τα παιδιά τώρα δεν είχαν μέρος να παίξουν. Δοκίμασαν να παίξουν στο δρόμο, όμως ήταν γεμάτος σκόνη και στουρναρόπετρες και δεν τους άρεσε.
Βάλθηκαν τότε να περιπλανιούνται γύρω απ' τους ψηλούς τοίχους, όταν τέλειωναν τα μαθήματα τους, νοσταλγώντας τον όμορφο κήπο.
«Πόσο ευτυχισμένα ήμασταν εκεί», έλεγαν αναμεταξύ τους.
Κι ύστερα ήρθε η άνοιξη.
Η εξοχή γιόμισε από μικρά μπουμπούκια και πουλάκια. Μονάχα στον κήπο του Σκληρόκαρδου Γίγαντα ήταν ακόμα χειμώνας.
Τα πουλιά ούτε που νοιάστηκαν να τραγουδήσουν για 'κείνον, αφού δεν υπήρχαν παιδιά εκεί, και τα δέντρα λησμόνησαν ν' ανθίσουν.
Αν καμιά φορά κανένα όμορφο λουλουδάκι έβγαζε το κεφαλάκι του απ' το γρασίδι, μόλις αντίκριζε την πινακίδα ένιωθε τέτοια λύπη για τα παιδιά, που λούφαζε ξανά στο χώμα, συνεχίζοντας τον ύπνο του.
Οι μόνοι που 'ταν ευχαριστημένοι απ' αυτή την κατάσταση ήταν το χιόνι και η παγωνιά.
«Η άνοιξη λησμόνησε αυτό τον κήπο», έλεγαν, «κι έτσι εμείς θα μείνουμε εδώ όλο το χρόνο».
Το χιόνι τύλιξε το γρασίδι με τον ολόλευκο μανδύα του κι η παγωνιά μπογιάτισε όλα τα δέντρα ασημένια.
Ύστερα προσκάλεσαν και το Βόρειο Άνεμο να 'ρθει να μείνει μαζί τους κι εκείνος ήρθε τυλιγμένος με βαριά γουναρικά. Ήμερης ούρλιαζε πάνω απ' τον κήπο και φύσαγε μες στις καμινάδες.
«Μα τούτο είναι ένα θαυμάσιο μέρος», έλεγε- «πρέπει να καλέσουμε και το χαλάζι».
Κι έτσι, το χαλάζι, ντυμένο στα γκρίζα και μ' ανάσα όμοια με πάγο, ήρθε.
Κάθε μέρα, για τρεις ώρες, χοροπηδούσε πάνω στη στέγη του κάστρου, μέχρι που τα περισσότερα κεραμίδια ράγισαν, κι ύστερα, γυρνοβόλαγε στον κήπο, όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η άνοιξη άργησε να 'ρθει», συλλογιζόταν ο Σκληρόκαρδος Γίγαντας, καθώς γερμένος στο παράθυρο, κοιτούσε τον παγωμένο, ολόλευκο κήπο.
«Ελπίζω να φτιάξει ο καιρός»...
Όμως η άνοιξη δεν ήρθε ποτέ, μήτε το καλοκαίρι.
Κι έτσι ήταν πάντα χειμώνας εκεί κι ο Βόρειος Άνεμος και το χαλάζι και το χιόνι κι η παγωνιά ασταμάτητα χόρευαν ανάμεσα στα δέντρα.
Κάποιο πρωινό, ο Γίγαντας ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του μ' ανοιχτά μάτια, όταν άκουσε μια θεσπέσια μουσική.
Ηχούσε τόσο γλυκά στ' αυτιά του που πίστεψε πως μάλλον θα 'ταν οι μουσικοί του βασιλιά που πέρναγαν -κι όμως, ήταν μονάχα ένας μικρούλης σπίνος που τραγουδούσε έξω απ' το παραθύρι του.
Μα είχε κυλήσει τόσο πολύς καιρός από τότε που το στερνό τιτίβισμα είχε ακουστεί στον κήπο του, που θάρρεψε πως ήταν η ομορφότερη μουσική στον κόσμο.
Κι άξαφνα, το χαλάζι σταμάτησε το χορό του πάνω απ' το κεφάλι του γίγαντα, ο Βόρειος Άνεμος έπαψε να βρυχάται, και μια μεθυστική ευωδιά τον τύλιξε, περνώντας απ' τ' ανοιχτό παραθυρόφυλλο.
«Θαρρώ πως η άνοιξη επιτέλους έφτασε», είπε ο Γίγαντας και πηδώντας από το κρεβάτι κοίταξε έξω.
Μα τι ήταν αυτό που 'πνίξε τη ματιά του;
Ήταν η πιο μαγευτική εικόνα. Από ένα άνοιγμα στον τοίχο, τα παιδιά σύρθηκαν μέσα και σκαρφάλωσαν στα μπράτσα των δέντρων. Σε κάθε δέντρο που αγκάλιαζε το μάτι του αντίκριζε κι ένα παιδάκι. Και τα δέντρα πετάριζαν από χαρά για τα παιδιά που γύρισαν, κι έτσι ντύθηκαν με λουλούδια και λύγιζαν τα μπράτσα τους απαλά, πάνω από τα παιδικά κεφαλάκια.
Τα πουλιά φτερούγιζαν ολόγυρα τιτιβίζοντας μαγευτικά και τα λουλούδια κρυφοκοίταζαν μέσ' από την πράσινη χλόη και ξεκαρδίζονταν στα γέλια.
Ήταν μια όμορφη εικόνα, μα όμως στην άκρη της κρατούσε ακόμα ο χειμώνας. Ήταν που στην πιο απόμερη γωνιά του κήπου, στέκονταν ένα μικρό αγόρι. Κι ήταν τόσο μικρό που μήτε τα κλαδιά του δέντρου δεν μπόραγε να φτάσει, έτσι που απελπισμένο βάλθηκε να κόβει βόλτες γύρω του κλαίγοντας γοερά.
Το καημένο το δεντράκι ήταν ακόμα σκεπασμένο από πάγο και χιόνι, ο Βόρειος Άνεμος φυσούσε και μούγκριζε από πάνω του.
«Σκαρφάλωσε, μικρό μου αγοράκι», έλεγε το δέντρο, και λύγιζε τα κλαδιά του όσο μπορούσε, αλλά το αγόρι ήταν μικρό, τόσο μικρό.
Η καρδιά του Γίγαντα έλιωσε καθώς το έβλεπε.
«Πόσο σκληρόκαρδος ήμουνα», συλλογίστηκε. «Τώρα ξέρω γιατί η άνοιξη δεν θα 'ρχονταν ποτέ εδώ. Να, τώρα θ' ανεβάσω αυτό το αγοράκι στην κορφή του δέντρου κι έπειτα θα γκρεμίσω τον τοίχο, έτσι που ο κήπος μου θα 'ναι μόνο για τα παιχνίδια των παιδιών».
Κι αλήθεια, μετάνιωσε πολύ για ότι είχε κάνει.
Έτσι, περπάτησε στις μύτες των ποδιών του, κι ανοίγοντας την εξώπορτα πολύ σιγά, βγήκε στον κήπο.
Όμως, να, μόλις τα παιδιά τον είδαν σκιάχτηκαν τόσο πολύ, που όλα μαζί το 'βαλαν στα πόδια κι ο χειμώνας ήρθε ξανά στον κήπο. Μόνο το μικρό αγόρι δεν έφυγε, γιατί τα ματάκια του που 'ταν γεμάτα δάκρυα δεν είδαν το Γίγαντα που ερχόταν.
Κι ο Γίγαντας ήρθε κλεφτά πίσω του, το πήρε απαλά στο χέρι του και το ανέβασε στο δέντρο. Και το δέντρο άνθισε. Τα πουλιά ήρθαν και τραγούδησαν πάνω του και τ' αγοράκι τύλιξε τα χεράκια του γύρω στο λαιμό του Γίγαντα και τον φίλησε.
Και τ' άλλα παιδιά, σαν είδαν πως ο Γίγαντας δεν ήταν πια κακός, γύρισαν τρέχοντας και μαζί τους ήρθε η άνοιξη.
«Τώρα είναι ο κήπος σας αυτός, μικρά μου παιδάκια», είπε ο Γίγαντας, και παίρνοντας ένα μεγάλο τσεκούρι γκρέμισε τον τοίχο. Κι όταν οι άνθρωποι περνούσαν για την αγορά στις δώδεκα η ώρα βρήκαν τον Γίγαντα να παίζει στον πιο
όμορφο κήπο που είχαν δει ποτέ.
Ολημερίς έπαιζαν και το βράδυ πήγαν στο Γίγαντα να τον αποχαιρετίσουν. «Όμως, πού είναι ο μικρός σας σύντροφος;» είπε. «Το αγόρι που ανέβασα στο δέντρο». Βλέπετε ο Γίγαντας το αγαπούσε απ' τ' άλλα περισσότερο, γιατί τον είχε φιλήσει.
«Δεν ξέρουμε», αποκριθήκαν τα παιδιά- «έφυγε».
«Πρέπει να του πείτε να 'ρθει οπωσδήποτε αύριο», είπε ο Γίγαντας.
Αλλά τα παιδιά είπαν πως δεν ήξεραν πού έμενε και πως δεν το είχαν δει ποτέ πριν. Κι ο Γίγαντας ήταν πολύ λυπημένος. Κάθε απόγευμα, όταν το σχολείο τέλειωνε, τα παιδιά έρχονταν κι έπαιζαν με το Γίγαντα, μα το μικρό αγόρι, που ο Γίγαντας αγαπούσε, ποτέ δε φάνηκε. Εκείνος φέρονταν καλά σ' όλα τα παιδιά κι όμως του έλειπε ο πρώτος μικρός του φίλος και συχνά μιλούσε γι' αυτόν θλιμμένα- «πόσο θα 'θελα να τον έβλεπα!» έλεγε κάθε τόσο.
Τα χρόνια κύλησαν. Κι ο Γίγαντας γέρασε κι αδυνάτισε. Δεν μπορούσε να παίξει πια κι έτσι κάθονταν σε μια πελώρια πολυθρόνα και παρακολουθούσε τα παιχνίδια των παιδιών και θαύμαζε τον κήπο. «Έχω πολλά όμορφα λουλούδια», έλεγε- «μα τα παιδιά είναι τα ωραιότερα απ' όλα».
Ένα χειμωνιάτικο πρωινό κοίταξε έξω απ' το παράθυρο, καθώς ντυνόταν. Δεν μισούσε τώρα το χειμώνα, γιατί ήξερε πως η άνοιξη κοιμόταν μόνο και τα λουλούδια ξεκουράζονταν.
Ξάφνου έτριψε τα μάτια του από απορία και κοίταζε... και κοίταζε... Ήταν βέβαια κάτι το θαυμάσιο...
Στην πιο απόμερη γωνιά του κήπου ένα δέντρο ήταν σκεπασμένο μ' ολόλευκα λουλούδια. Τα κλαδιά του ήταν χρυσαφένια κι ασημένια φρούτα κρέμονταν, ενώ πλάι του στεκόταν το μικρό αγόρι που 'χε τόσο αγαπήσει.
Όρμισε τρέχοντας στις σκάλες ο Γίγαντας, γιομάτος χαρά, και τρέχοντας βγήκε στον κήπο. Έτρεξε πάνω στο γρασίδι κι ήρθε κοντά στο παιδί. Κι όταν το έφτασε, το πρόσωπο του κοκκίνισε απ' την οργή κι είπε: «Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;». Γιατί στις παλάμες του αγοριού και στα μικρά του πόδια διακρίνονταν οι πληγές από καρφιά.
«Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;» φώναξε ο Γίγαντας- «πες μου κι εγώ θα πάρω το μεγάλο μου σπαθί να τόνε κάνω κομμάτια!».
«Κανένας!» αποκρίθηκε το παιδί- «όμως αυτές είναι οι πληγές της αγάπης!».
«Ποιος είσαι;» είπε ο Γίγαντας, κι ένας παράξενος φόβος τον κυρίεψε και γονάτισε μπρος στο παιδί.
Και το παιδί του χαμογέλασε και του είπε: «Μ' άφησες κάποτε να παίξω στον κήπο σου, απόψε εσύ θα 'ρθεις μαζί μου στο δικό μου κήπο, τον Παράδεισο».
Κι όταν τα παιδιά ήρθαν τρέχοντας το απόγεμα, βρήκαν το Γίγαντα νεκρό κάτω απ' το δέντρο, σκεπασμένο ολάκερο με κάτασπρα λουλούδια.
Ήταν ένας πελώριος, μαγευτικός κήπος, μ' απαλή πράσινη χλόη και χιλιάδες πολύχρωμα λουλούδια όμοια μ' αστέρια κι ακόμα, εδώ κι εκεί, δώδεκα ροδακινιές φορτωμένες ρόδινα κι ολόλευκα ντελικάτα ανθάκια απ' της άνοιξης τ' άγγιγμα, που το φθινόπωρο βάραιναν απ' τα πολύχυμα φρούτα.
Τα πουλιά κάθονταν στα δέντρα και κελαηδούσαν τόσο γλυκά, που τα παιδιά σταματούσαν το παιχνίδι για να τ' ακούσουν. «Πόσο ευτυχισμένα είμαστε εδώ!» έλεγαν αναμεταξύ τους.
Κάποια μέρα ο γίγαντας γύρισε. Εφτά ολάκερα χρόνια ήταν σ' επίσκεψη, στο φίλο του το δράκο της Κόρνας, κι όταν τα χρόνια πέρασαν κι εκείνος είχε τελειώσει ό,τι είχε να πει -αφού δεν είχε και πολλά να συζητήσει- αποφάσισε το γυρισμό στο κάστρο.
Την ώρα που 'φτάσε, αντίκρισε τα παιδιά να παίζουν στον κήπο.
«Τι δουλειά έχετε εδώ;» φώναξε μ' οργή, και τα παιδιά το 'βαλαν στα πόδια τρομαγμένα.
«Ο κήπος είναι μοναχά δικός μου», είπε ο γίγαντας. «Όλοι μπορούν να το καταλάβουν, και δεν θα επιτρέψω σε κανένα να παίζει εδώ, έξω από μένα».
Κι έτσι, έχτισε έναν πελώριο τοίχο ολόγυρα στον κήπο, κι ύστερα, κάρφωσε μια πινακίδα που 'λέγε:
Οι παραβάτες τιμωρούνται
Ήταν, αλήθεια, ένας πολύ σκληρόκαρδος γίγαντας.
Τα δύστυχα τα παιδιά τώρα δεν είχαν μέρος να παίξουν. Δοκίμασαν να παίξουν στο δρόμο, όμως ήταν γεμάτος σκόνη και στουρναρόπετρες και δεν τους άρεσε.
Βάλθηκαν τότε να περιπλανιούνται γύρω απ' τους ψηλούς τοίχους, όταν τέλειωναν τα μαθήματα τους, νοσταλγώντας τον όμορφο κήπο.
«Πόσο ευτυχισμένα ήμασταν εκεί», έλεγαν αναμεταξύ τους.
Κι ύστερα ήρθε η άνοιξη.
Η εξοχή γιόμισε από μικρά μπουμπούκια και πουλάκια. Μονάχα στον κήπο του Σκληρόκαρδου Γίγαντα ήταν ακόμα χειμώνας.
Τα πουλιά ούτε που νοιάστηκαν να τραγουδήσουν για 'κείνον, αφού δεν υπήρχαν παιδιά εκεί, και τα δέντρα λησμόνησαν ν' ανθίσουν.
Αν καμιά φορά κανένα όμορφο λουλουδάκι έβγαζε το κεφαλάκι του απ' το γρασίδι, μόλις αντίκριζε την πινακίδα ένιωθε τέτοια λύπη για τα παιδιά, που λούφαζε ξανά στο χώμα, συνεχίζοντας τον ύπνο του.
Οι μόνοι που 'ταν ευχαριστημένοι απ' αυτή την κατάσταση ήταν το χιόνι και η παγωνιά.
«Η άνοιξη λησμόνησε αυτό τον κήπο», έλεγαν, «κι έτσι εμείς θα μείνουμε εδώ όλο το χρόνο».
Το χιόνι τύλιξε το γρασίδι με τον ολόλευκο μανδύα του κι η παγωνιά μπογιάτισε όλα τα δέντρα ασημένια.
Ύστερα προσκάλεσαν και το Βόρειο Άνεμο να 'ρθει να μείνει μαζί τους κι εκείνος ήρθε τυλιγμένος με βαριά γουναρικά. Ήμερης ούρλιαζε πάνω απ' τον κήπο και φύσαγε μες στις καμινάδες.
«Μα τούτο είναι ένα θαυμάσιο μέρος», έλεγε- «πρέπει να καλέσουμε και το χαλάζι».
Κι έτσι, το χαλάζι, ντυμένο στα γκρίζα και μ' ανάσα όμοια με πάγο, ήρθε.
Κάθε μέρα, για τρεις ώρες, χοροπηδούσε πάνω στη στέγη του κάστρου, μέχρι που τα περισσότερα κεραμίδια ράγισαν, κι ύστερα, γυρνοβόλαγε στον κήπο, όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η άνοιξη άργησε να 'ρθει», συλλογιζόταν ο Σκληρόκαρδος Γίγαντας, καθώς γερμένος στο παράθυρο, κοιτούσε τον παγωμένο, ολόλευκο κήπο.
«Ελπίζω να φτιάξει ο καιρός»...
Όμως η άνοιξη δεν ήρθε ποτέ, μήτε το καλοκαίρι.
Κι έτσι ήταν πάντα χειμώνας εκεί κι ο Βόρειος Άνεμος και το χαλάζι και το χιόνι κι η παγωνιά ασταμάτητα χόρευαν ανάμεσα στα δέντρα.
Κάποιο πρωινό, ο Γίγαντας ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του μ' ανοιχτά μάτια, όταν άκουσε μια θεσπέσια μουσική.
Ηχούσε τόσο γλυκά στ' αυτιά του που πίστεψε πως μάλλον θα 'ταν οι μουσικοί του βασιλιά που πέρναγαν -κι όμως, ήταν μονάχα ένας μικρούλης σπίνος που τραγουδούσε έξω απ' το παραθύρι του.
Μα είχε κυλήσει τόσο πολύς καιρός από τότε που το στερνό τιτίβισμα είχε ακουστεί στον κήπο του, που θάρρεψε πως ήταν η ομορφότερη μουσική στον κόσμο.
Κι άξαφνα, το χαλάζι σταμάτησε το χορό του πάνω απ' το κεφάλι του γίγαντα, ο Βόρειος Άνεμος έπαψε να βρυχάται, και μια μεθυστική ευωδιά τον τύλιξε, περνώντας απ' τ' ανοιχτό παραθυρόφυλλο.
«Θαρρώ πως η άνοιξη επιτέλους έφτασε», είπε ο Γίγαντας και πηδώντας από το κρεβάτι κοίταξε έξω.
Μα τι ήταν αυτό που 'πνίξε τη ματιά του;
Ήταν η πιο μαγευτική εικόνα. Από ένα άνοιγμα στον τοίχο, τα παιδιά σύρθηκαν μέσα και σκαρφάλωσαν στα μπράτσα των δέντρων. Σε κάθε δέντρο που αγκάλιαζε το μάτι του αντίκριζε κι ένα παιδάκι. Και τα δέντρα πετάριζαν από χαρά για τα παιδιά που γύρισαν, κι έτσι ντύθηκαν με λουλούδια και λύγιζαν τα μπράτσα τους απαλά, πάνω από τα παιδικά κεφαλάκια.
Τα πουλιά φτερούγιζαν ολόγυρα τιτιβίζοντας μαγευτικά και τα λουλούδια κρυφοκοίταζαν μέσ' από την πράσινη χλόη και ξεκαρδίζονταν στα γέλια.
Ήταν μια όμορφη εικόνα, μα όμως στην άκρη της κρατούσε ακόμα ο χειμώνας. Ήταν που στην πιο απόμερη γωνιά του κήπου, στέκονταν ένα μικρό αγόρι. Κι ήταν τόσο μικρό που μήτε τα κλαδιά του δέντρου δεν μπόραγε να φτάσει, έτσι που απελπισμένο βάλθηκε να κόβει βόλτες γύρω του κλαίγοντας γοερά.
Το καημένο το δεντράκι ήταν ακόμα σκεπασμένο από πάγο και χιόνι, ο Βόρειος Άνεμος φυσούσε και μούγκριζε από πάνω του.
«Σκαρφάλωσε, μικρό μου αγοράκι», έλεγε το δέντρο, και λύγιζε τα κλαδιά του όσο μπορούσε, αλλά το αγόρι ήταν μικρό, τόσο μικρό.
Η καρδιά του Γίγαντα έλιωσε καθώς το έβλεπε.
«Πόσο σκληρόκαρδος ήμουνα», συλλογίστηκε. «Τώρα ξέρω γιατί η άνοιξη δεν θα 'ρχονταν ποτέ εδώ. Να, τώρα θ' ανεβάσω αυτό το αγοράκι στην κορφή του δέντρου κι έπειτα θα γκρεμίσω τον τοίχο, έτσι που ο κήπος μου θα 'ναι μόνο για τα παιχνίδια των παιδιών».
Κι αλήθεια, μετάνιωσε πολύ για ότι είχε κάνει.
Έτσι, περπάτησε στις μύτες των ποδιών του, κι ανοίγοντας την εξώπορτα πολύ σιγά, βγήκε στον κήπο.
Όμως, να, μόλις τα παιδιά τον είδαν σκιάχτηκαν τόσο πολύ, που όλα μαζί το 'βαλαν στα πόδια κι ο χειμώνας ήρθε ξανά στον κήπο. Μόνο το μικρό αγόρι δεν έφυγε, γιατί τα ματάκια του που 'ταν γεμάτα δάκρυα δεν είδαν το Γίγαντα που ερχόταν.
Κι ο Γίγαντας ήρθε κλεφτά πίσω του, το πήρε απαλά στο χέρι του και το ανέβασε στο δέντρο. Και το δέντρο άνθισε. Τα πουλιά ήρθαν και τραγούδησαν πάνω του και τ' αγοράκι τύλιξε τα χεράκια του γύρω στο λαιμό του Γίγαντα και τον φίλησε.
Και τ' άλλα παιδιά, σαν είδαν πως ο Γίγαντας δεν ήταν πια κακός, γύρισαν τρέχοντας και μαζί τους ήρθε η άνοιξη.
«Τώρα είναι ο κήπος σας αυτός, μικρά μου παιδάκια», είπε ο Γίγαντας, και παίρνοντας ένα μεγάλο τσεκούρι γκρέμισε τον τοίχο. Κι όταν οι άνθρωποι περνούσαν για την αγορά στις δώδεκα η ώρα βρήκαν τον Γίγαντα να παίζει στον πιο
όμορφο κήπο που είχαν δει ποτέ.
Ολημερίς έπαιζαν και το βράδυ πήγαν στο Γίγαντα να τον αποχαιρετίσουν. «Όμως, πού είναι ο μικρός σας σύντροφος;» είπε. «Το αγόρι που ανέβασα στο δέντρο». Βλέπετε ο Γίγαντας το αγαπούσε απ' τ' άλλα περισσότερο, γιατί τον είχε φιλήσει.
«Δεν ξέρουμε», αποκριθήκαν τα παιδιά- «έφυγε».
«Πρέπει να του πείτε να 'ρθει οπωσδήποτε αύριο», είπε ο Γίγαντας.
Αλλά τα παιδιά είπαν πως δεν ήξεραν πού έμενε και πως δεν το είχαν δει ποτέ πριν. Κι ο Γίγαντας ήταν πολύ λυπημένος. Κάθε απόγευμα, όταν το σχολείο τέλειωνε, τα παιδιά έρχονταν κι έπαιζαν με το Γίγαντα, μα το μικρό αγόρι, που ο Γίγαντας αγαπούσε, ποτέ δε φάνηκε. Εκείνος φέρονταν καλά σ' όλα τα παιδιά κι όμως του έλειπε ο πρώτος μικρός του φίλος και συχνά μιλούσε γι' αυτόν θλιμμένα- «πόσο θα 'θελα να τον έβλεπα!» έλεγε κάθε τόσο.
Τα χρόνια κύλησαν. Κι ο Γίγαντας γέρασε κι αδυνάτισε. Δεν μπορούσε να παίξει πια κι έτσι κάθονταν σε μια πελώρια πολυθρόνα και παρακολουθούσε τα παιχνίδια των παιδιών και θαύμαζε τον κήπο. «Έχω πολλά όμορφα λουλούδια», έλεγε- «μα τα παιδιά είναι τα ωραιότερα απ' όλα».
Ένα χειμωνιάτικο πρωινό κοίταξε έξω απ' το παράθυρο, καθώς ντυνόταν. Δεν μισούσε τώρα το χειμώνα, γιατί ήξερε πως η άνοιξη κοιμόταν μόνο και τα λουλούδια ξεκουράζονταν.
Ξάφνου έτριψε τα μάτια του από απορία και κοίταζε... και κοίταζε... Ήταν βέβαια κάτι το θαυμάσιο...
Στην πιο απόμερη γωνιά του κήπου ένα δέντρο ήταν σκεπασμένο μ' ολόλευκα λουλούδια. Τα κλαδιά του ήταν χρυσαφένια κι ασημένια φρούτα κρέμονταν, ενώ πλάι του στεκόταν το μικρό αγόρι που 'χε τόσο αγαπήσει.
Όρμισε τρέχοντας στις σκάλες ο Γίγαντας, γιομάτος χαρά, και τρέχοντας βγήκε στον κήπο. Έτρεξε πάνω στο γρασίδι κι ήρθε κοντά στο παιδί. Κι όταν το έφτασε, το πρόσωπο του κοκκίνισε απ' την οργή κι είπε: «Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;». Γιατί στις παλάμες του αγοριού και στα μικρά του πόδια διακρίνονταν οι πληγές από καρφιά.
«Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;» φώναξε ο Γίγαντας- «πες μου κι εγώ θα πάρω το μεγάλο μου σπαθί να τόνε κάνω κομμάτια!».
«Κανένας!» αποκρίθηκε το παιδί- «όμως αυτές είναι οι πληγές της αγάπης!».
«Ποιος είσαι;» είπε ο Γίγαντας, κι ένας παράξενος φόβος τον κυρίεψε και γονάτισε μπρος στο παιδί.
Και το παιδί του χαμογέλασε και του είπε: «Μ' άφησες κάποτε να παίξω στον κήπο σου, απόψε εσύ θα 'ρθεις μαζί μου στο δικό μου κήπο, τον Παράδεισο».
Κι όταν τα παιδιά ήρθαν τρέχοντας το απόγεμα, βρήκαν το Γίγαντα νεκρό κάτω απ' το δέντρο, σκεπασμένο ολάκερο με κάτασπρα λουλούδια.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)