Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2007

Δεύτερη φύση


Χαμόγελο! Η πριγκίπισσα του θέλησε

Να γεννηθεί κάτω απ'τη δυναστεία των ρόδων!



Ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιών

Τα μάτια μου ορθάνοιχτα μεσ'στις εικόνες του

Γύρω απ'την ολοπράσινη επιτυχία των φύλλων

Οι πεταλούδες ζουν μεγάλες περιπέτειες

Ενώ η αθωότητα

Ξεντύνεται το τελευταίο της ψέμα

Γλυκιά περιπέτεια Γλυκιά

Η Ζωή.



Επίγραμμα

Πριν απ'τα μάτια μου ήσουν φως

Πριν απ'τον Έρωτα έρωτας

Κι όταν σε πήρε το φιλί

Γυναίκα.
Ο ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΟΣ ΓΙΓΑΝΤΑΣ
Κάθε απόγευμα, φεύγοντας απ' το σχολείο, τα παιδιά το 'χαν συνήθεια να παίζουν στον κήπο του γίγαντα.
Ήταν ένας πελώριος, μαγευτικός κήπος, μ' απαλή πράσινη χλόη και χιλιάδες πολύχρωμα λουλούδια όμοια μ' αστέρια κι ακόμα, εδώ κι εκεί, δώδεκα ροδακινιές φορτωμένες ρόδινα κι ολόλευκα ντελικάτα ανθάκια απ' της άνοιξης τ' άγγιγμα, που το φθινόπωρο βάραιναν απ' τα πολύχυμα φρούτα.
Τα πουλιά κάθονταν στα δέντρα και κελαηδούσαν τόσο γλυκά, που τα παιδιά σταματούσαν το παιχνίδι για να τ' ακούσουν. «Πόσο ευτυχισμένα είμαστε εδώ!» έλεγαν αναμεταξύ τους.
Κάποια μέρα ο γίγαντας γύρισε. Εφτά ολάκερα χρόνια ήταν σ' επίσκεψη, στο φίλο του το δράκο της Κόρνας, κι όταν τα χρόνια πέρασαν κι εκείνος είχε τελειώσει ό,τι είχε να πει -αφού δεν είχε και πολλά να συζητήσει- αποφάσισε το γυρι­σμό στο κάστρο.
Την ώρα που 'φτάσε, αντίκρισε τα παιδιά να παίζουν στον κήπο.
«Τι δουλειά έχετε εδώ;» φώναξε μ' οργή, και τα παιδιά το 'βαλαν στα πόδια τρομαγμένα.
«Ο κήπος είναι μοναχά δικός μου», είπε ο γίγαντας. «Όλοι μπορούν να το καταλάβουν, και δεν θα επιτρέψω σε κανένα να παίζει εδώ, έξω από μένα».
Κι έτσι, έχτισε έναν πελώριο τοίχο ολόγυρα στον κήπο, κι ύστερα, κάρφωσε μια πινακίδα που 'λέγε:
Οι παραβάτες τιμωρούνται
Ήταν, αλήθεια, ένας πολύ σκληρόκαρδος γίγαντας.
Τα δύστυχα τα παιδιά τώρα δεν είχαν μέρος να παίξουν. Δοκίμασαν να παίξουν στο δρόμο, όμως ήταν γεμάτος σκόνη και στουρναρόπετρες και δεν τους άρεσε.
Βάλθηκαν τότε να περιπλανιούνται γύρω απ' τους ψηλούς τοίχους, όταν τέλειωναν τα μαθήματα τους, νοσταλγώντας τον όμορφο κήπο.
«Πόσο ευτυχισμένα ήμασταν εκεί», έλεγαν αναμεταξύ τους.
Κι ύστερα ήρθε η άνοιξη.
Η εξοχή γιόμισε από μικρά μπουμπούκια και πουλάκια. Μονάχα στον κήπο του Σκληρόκαρδου Γίγαντα ήταν ακόμα χειμώνας.
Τα πουλιά ούτε που νοιάστηκαν να τραγουδήσουν για 'κείνον, αφού δεν υπήρχαν παιδιά εκεί, και τα δέντρα λησμόνησαν ν' ανθίσουν.
Αν καμιά φορά κανένα όμορφο λουλουδάκι έβγαζε το κεφαλάκι του απ' το γρασίδι, μόλις αντίκριζε την πινακίδα ένιωθε τέτοια λύπη για τα παιδιά, που λούφαζε ξανά στο χώμα, συνεχίζοντας τον ύπνο του.
Οι μόνοι που 'ταν ευχαριστημένοι απ' αυτή την κατάσταση ήταν το χιόνι και η παγωνιά.
«Η άνοιξη λησμόνησε αυτό τον κήπο», έλεγαν, «κι έτσι εμείς θα μείνουμε εδώ όλο το χρόνο».
Το χιόνι τύλιξε το γρασίδι με τον ολόλευκο μανδύα του κι η παγωνιά μπογιάτισε όλα τα δέντρα ασημένια.
Ύστερα προσκάλεσαν και το Βόρειο Άνεμο να 'ρθει να μείνει μαζί τους κι εκείνος ήρθε τυλιγμένος με βαριά γουναρικά. Ήμερης ούρλιαζε πάνω απ' τον κήπο και φύσαγε μες στις καμινάδες.
«Μα τούτο είναι ένα θαυμάσιο μέρος», έλεγε- «πρέπει να καλέσουμε και το χαλάζι».
Κι έτσι, το χαλάζι, ντυμένο στα γκρίζα και μ' ανάσα όμοια με πάγο, ήρθε.
Κάθε μέρα, για τρεις ώρες, χοροπηδούσε πάνω στη στέγη του κάστρου, μέχρι που τα περισσότερα κεραμίδια ράγισαν, κι ύστερα, γυρνοβόλαγε στον κήπο, όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η άνοιξη άργησε να 'ρθει», συλλογιζόταν ο Σκληρόκαρδος Γίγαντας, καθώς γερμένος στο παράθυρο, κοιτούσε τον παγωμένο, ολόλευκο κήπο.
«Ελπίζω να φτιάξει ο καιρός»...
Όμως η άνοιξη δεν ήρθε ποτέ, μήτε το καλοκαίρι.
Κι έτσι ήταν πάντα χειμώνας εκεί κι ο Βόρειος Άνεμος και το χαλάζι και το χιόνι κι η παγωνιά ασταμάτητα χόρευαν ανάμεσα στα δέντρα.
Κάποιο πρωινό, ο Γίγαντας ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του μ' ανοιχτά μάτια, όταν άκουσε μια θεσπέσια μουσική.
Ηχούσε τόσο γλυκά στ' αυτιά του που πίστεψε πως μάλλον θα 'ταν οι μουσικοί του βασιλιά που πέρναγαν -κι όμως, ήταν μονάχα ένας μικρούλης σπίνος που τραγουδούσε έξω απ' το παραθύρι του.
Μα είχε κυλήσει τόσο πολύς καιρός από τότε που το στερνό τιτίβισμα είχε ακουστεί στον κήπο του, που θάρρεψε πως ήταν η ομορφότερη μουσική στον κόσμο.
Κι άξαφνα, το χαλάζι σταμάτησε το χορό του πάνω απ' το κεφάλι του γίγαντα, ο Βόρειος Άνεμος έπαψε να βρυχάται, και μια μεθυστική ευωδιά τον τύλιξε, περνώντας απ' τ' ανοιχτό παραθυρόφυλλο.
«Θαρρώ πως η άνοιξη επιτέλους έφτασε», είπε ο Γίγαντας και πηδώντας από το κρεβάτι κοίταξε έξω.
Μα τι ήταν αυτό που 'πνίξε τη ματιά του;
Ήταν η πιο μαγευτική εικόνα. Από ένα άνοιγμα στον τοίχο, τα παιδιά σύρθηκαν μέσα και σκαρφάλωσαν στα μπράτσα των δέντρων. Σε κάθε δέντρο που αγκάλιαζε το μάτι του αντίκριζε κι ένα παιδάκι. Και τα δέντρα πετάριζαν από χαρά για τα παιδιά που γύρισαν, κι έτσι ντύθηκαν με λουλούδια και λύγιζαν τα μπράτσα τους απαλά, πάνω από τα παιδικά κεφαλάκια.
Τα πουλιά φτερούγιζαν ολόγυρα τιτιβίζοντας μαγευτικά και τα λουλούδια κρυφοκοίταζαν μέσ' από την πράσινη χλόη και ξεκαρδίζονταν στα γέλια.
Ήταν μια όμορφη εικόνα, μα όμως στην άκρη της κρατούσε ακόμα ο χειμώνας. Ήταν που στην πιο απόμερη γωνιά του κήπου, στέκονταν ένα μικρό αγόρι. Κι ήταν τόσο μικρό που μήτε τα κλαδιά του δέντρου δεν μπόραγε να φτάσει, έτσι που απελπισμένο βάλθηκε να κόβει βόλτες γύρω του κλαίγοντας γοερά.
Το καημένο το δεντράκι ήταν ακόμα σκεπασμένο από πάγο και χιόνι, ο Βόρειος Άνεμος φυσούσε και μούγκριζε από πάνω του.
«Σκαρφάλωσε, μικρό μου αγοράκι», έλεγε το δέντρο, και λύγιζε τα κλαδιά του όσο μπορούσε, αλλά το αγόρι ήταν μικρό, τόσο μικρό.
Η καρδιά του Γίγαντα έλιωσε καθώς το έβλεπε.
«Πόσο σκληρόκαρδος ήμουνα», συλλογίστηκε. «Τώρα ξέρω γιατί η άνοιξη δεν θα 'ρχονταν ποτέ εδώ. Να, τώρα θ' ανεβάσω αυτό το αγοράκι στην κορφή του δέντρου κι έπειτα θα γκρεμίσω τον τοίχο, έτσι που ο κήπος μου θα 'ναι μόνο για τα παιχνίδια των παιδιών».
Κι αλήθεια, μετάνιωσε πολύ για ότι είχε κάνει.
Έτσι, περπάτησε στις μύτες των ποδιών του, κι ανοίγοντας την εξώπορτα πολύ σιγά, βγήκε στον κήπο.
Όμως, να, μόλις τα παιδιά τον είδαν σκιάχτηκαν τόσο πολύ, που όλα μαζί το 'βαλαν στα πόδια κι ο χειμώνας ήρθε ξανά στον κήπο. Μόνο το μικρό αγόρι δεν έφυγε, γιατί τα ματάκια του που 'ταν γεμάτα δάκρυα δεν είδαν το Γίγαντα που ερχόταν.
Κι ο Γίγαντας ήρθε κλεφτά πίσω του, το πήρε απαλά στο χέρι του και το ανέβασε στο δέντρο. Και το δέντρο άνθισε. Τα πουλιά ήρθαν και τραγούδησαν πάνω του και τ' αγοράκι τύλιξε τα χεράκια του γύρω στο λαιμό του Γίγαντα και τον φίλησε.
Και τ' άλλα παιδιά, σαν είδαν πως ο Γίγαντας δεν ήταν πια κακός, γύρισαν τρέχοντας και μαζί τους ήρθε η άνοιξη.
«Τώρα είναι ο κήπος σας αυτός, μικρά μου παιδάκια», είπε ο Γίγαντας, και παίρνοντας ένα μεγάλο τσεκούρι γκρέμισε τον τοίχο. Κι όταν οι άνθρωποι περνούσαν για την αγορά στις δώδεκα η ώρα βρήκαν τον Γίγαντα να παίζει στον πιο
όμορφο κήπο που είχαν δει ποτέ.
Ολημερίς έπαιζαν και το βράδυ πήγαν στο Γίγαντα να τον αποχαιρετίσουν. «Όμως, πού είναι ο μικρός σας σύντροφος;» είπε. «Το αγόρι που ανέβασα στο δέντρο». Βλέπετε ο Γίγαντας το αγαπούσε απ' τ' άλλα περισσότερο, γιατί τον είχε φιλήσει.
«Δεν ξέρουμε», αποκριθήκαν τα παιδιά- «έφυγε».
«Πρέπει να του πείτε να 'ρθει οπωσδήποτε αύριο», είπε ο Γίγαντας.
Αλλά τα παιδιά είπαν πως δεν ήξεραν πού έμενε και πως δεν το είχαν δει ποτέ πριν. Κι ο Γίγαντας ήταν πολύ λυπημένος. Κάθε απόγευμα, όταν το σχολείο τέλειωνε, τα παιδιά έρχονταν κι έπαιζαν με το Γίγαντα, μα το μικρό αγόρι, που ο Γίγαντας αγαπούσε, ποτέ δε φάνηκε. Εκείνος φέρονταν καλά σ' όλα τα παιδιά κι όμως του έλειπε ο πρώτος μικρός του φίλος και συχνά μιλούσε γι' αυτόν θλιμμένα- «πόσο θα 'θελα να τον έβλεπα!» έλεγε κάθε τόσο.
Τα χρόνια κύλησαν. Κι ο Γίγαντας γέρασε κι αδυνάτισε. Δεν μπορούσε να παίξει πια κι έτσι κάθονταν σε μια πελώρια πολυθρόνα και παρακολουθούσε τα παιχνίδια των παιδιών και θαύμαζε τον κήπο. «Έχω πολλά όμορφα λουλούδια», έλεγε- «μα τα παιδιά είναι τα ωραιότερα απ' όλα».
Ένα χειμωνιάτικο πρωινό κοίταξε έξω απ' το παράθυρο, καθώς ντυνόταν. Δεν μισούσε τώρα το χειμώνα, γιατί ήξερε πως η άνοιξη κοιμόταν μόνο και τα λουλούδια ξεκουράζονταν.
Ξάφνου έτριψε τα μάτια του από απορία και κοίταζε... και κοίταζε... Ήταν βέβαια κάτι το θαυμάσιο...
Στην πιο απόμερη γωνιά του κήπου ένα δέντρο ήταν σκεπασμένο μ' ολόλευκα λουλούδια. Τα κλαδιά του ήταν χρυσαφένια κι ασημένια φρούτα κρέμονταν, ενώ πλάι του στεκόταν το μικρό αγόρι που 'χε τόσο αγαπήσει.
Όρμισε τρέχοντας στις σκάλες ο Γίγαντας, γιομάτος χαρά, και τρέχοντας βγήκε στον κήπο. Έτρεξε πάνω στο γρασίδι κι ήρθε κοντά στο παιδί. Κι όταν το έφτασε, το πρόσωπο του κοκκίνισε απ' την οργή κι είπε: «Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;». Γιατί στις παλάμες του αγοριού και στα μικρά του πόδια διακρίνονταν οι πληγές από καρφιά.
«Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;» φώναξε ο Γίγαντας- «πες μου κι εγώ θα πάρω το μεγάλο μου σπαθί να τόνε κάνω κομμάτια!».
«Κανένας!» αποκρίθηκε το παιδί- «όμως αυτές είναι οι πληγές της αγάπης!».
«Ποιος είσαι;» είπε ο Γίγαντας, κι ένας παράξενος φόβος τον κυρίεψε και γονάτισε μπρος στο παιδί.
Και το παιδί του χαμογέλασε και του είπε: «Μ' άφησες κάποτε να παίξω στον κήπο σου, απόψε εσύ θα 'ρθεις μαζί μου στο δικό μου κήπο, τον Παράδεισο».
Κι όταν τα παιδιά ήρθαν τρέχοντας το απόγεμα, βρήκαν το Γίγαντα νεκρό κάτω απ' το δέντρο, σκεπασμένο ολάκερο με κάτασπρα λουλούδια.

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2007

Είναι απίστευτο πως κάποια πράγματα στα οποία ο περισσότερος κόσμος δεν δίνει καν σημασία, μπορούν να σε επηρεάσουν χωρίς καν εσύ να το θέλεις ή να το περιμένεις. Είναι μερικά γεγονότα που κάποιοι τα προσπερνάνε αδιαφορώντας, άλλοι σταματούν να ρίξουν μόνο μια ματιά και άλλοι τα κάνουν μέρος του εαυτού τους και μαθαίνουν να ζουν με αυτά. Τα πάντα γύρω μας είναι σχετικά και εξαρτάται το πως θα μας επηρεάσουν από τον χώρο και τον χρόνο. κυρίως από τον χρόνο. Είναι τόσα τα γεγονότα που με έχουν επηρεάσει, άσχετα με τη δική μου ζωή και πορεία και που όμως δεν σταματώ να τα σκέφτομαι. Είναι τόσα πολλά αυτά που θέλω να πω και να κάνω και φοβάμαι, τόσα που δεν μου επιτρέπονται, που αισθάνομαι ότι δεν έχω δικαίωμα ούτε να τα σκέφτομαι. Πράγματα που θα 'θελα να είναι μέρος της ζωής μου και που όμως κάθε φορά που προσπαθώ κάτι μοιάζει τόσο αφύσικο, σαν να υποκρίνομαι. Σαν να προσπαθώ να κλέψω κάτι που δεν μου ανήκει, χωρίς να με καταλάβουν. Πράγματα τα οποία δεν τολμάω πολλές φορές να κοιτάξω, πόσο μάλλον ν' αγγίξω. Πράγματα που έχω σκεφτεί ότι μπορεί να μην αξίζω, ότι ίσως τελικά δεν είμαι αυτή που νομίζω. Αυτά τα πράγματα με επηρεάζουν και ας μην βρίσκονται μες στην καθημερινότητά μου. Μ' αυτά τα πράγματα μαθαίνω να ζω. Αυτά κρατάω μέσα μου και αυτά φυλάω να μην τα χάσω. Και αυτά συνεχίζουν να με προσπερνούν και εγώ να τα ακολουθώ και να υποκρίνομαι ότι μπορώ να τα προφτάσω.

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2007

Σποράδες - Ελένη

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια
ο καιρός
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας
Κι είμαστε – σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη –
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.

Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνη
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις
Μια που υπάρχει αλλού ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη
Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ’ από το γέλιο σου ως τον ήλιο
Λέγοντας του εμπιστευτικά πώς θα ξανασυνατηθούμε πάλι
Όχι δεν είναι ο θάνατός που θ’ αντιμετωπίσουμε
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
Ένα θολό συναίσθημα
Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν
Κι απομακρύνονται

Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας
Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική
Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπωρινού ο χωρισμός
Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στη ανάμνηση
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως
Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη
Που δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα
Του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο
Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ’ άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα
Και λόγια
Λόγια όχι σαν τα’ άλλα μα κι αυτά μ’ ένα μοναδικό τους προορισμόν:
Εσένα!
Οδυσσέας Ελύτης

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2007

Όταν θα κείτεσαι νεκρή θα κείτεσαι ανύπαρκτη
κι ούτε πια ανάμνηση για σένα ούτε καμιά νοσταλγία
ποτέ δε θα υπάρξει γιατι δεν μετέχεις στις Πιερίας τα ρόδα.
Μα και στου Άδη τα δώματα ανύπαρκτη θα γυρνάς με τις μαύρες
σκιές των νεκρών, ένα τίποτε.
Σαπφώ

Νομίζω ότι οι νεκροί δεν είναι απόντες, είναι αόρατοι. Τουλάχιστον αυτό μου είναι πιο εύκολο να το πιστεύω.

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2007

Η πιο άσχημη στιγμή απ' όλες, είναι αυτή που συνειδητοποιείς ότι αισθάνεσαι κενός. Αυτή που συνειδητοποιείς ότι όλα όσα περίμενες, επιθυμούσες και ήλπιζες να συμβούν έχουν χαθεί για πάντα. Τη στιγμή που απογοητεύεσαι και συνειδητοποιείς ότι κάποια πράγματα δεν γυρνάνε πίσω ότι και να κάνεις, αυτή ακριβώς τη στιγμή αισθάνεσαι κενός, άδειος από κάθε συναίσθημα. Και αυτό το κενό δεν είναι ένα κενό ξεκαθάρισης, ανανέωσης, ενός νέου ξεκινήματος για το οποίο έχεις αποφασίσει να αφήσεις πίσω το παρελθόν σου. Είναι ένα κενό φόβου, αδυναμίας να νιώσεις ξανά αυτά που σε γέμιζαν είτε ήταν όμορφα είτε άσχημα. Απ' όλα τα συναισθήματα που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος το χειρότερο είναι η αδιαφορία. Και όταν την δίνει και όταν την εισπράττει. Μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις το χειρότερο στάδιο είναι αυτό της απομυθοποίησης. Το στάδιο στο οποίο ο καθένας κατεβάζει τον άλλον από εκεί που τον έχει τοποθετήσει και καλείται να τον αντιμετωπίσει έτσι όπως είναι, με τα αρνητικά και τα θετικά του στοιχεία. Η αδιαφορία μπορεί να εμφανιστεί σε πολλά στάδια όταν αναφερόμαστε στις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά πολύ περισσότερο στη φάση της απομυθοποίησης. Εκεί που συνειδητοποιείς ότι ο άλλος δεν είναι αυτό που περίμενες, ότι δεν σε ικανοποιεί, ότι αυτά που σου προσφέρει δεν σου αρκούν. Εκεί ακριβώς είναι που σε διακατέχει αίσθηση αυτή του κενού. Η αίσθηση ότι όλα όσα νόμιζες δεν ισχύουν, η αίσθηση της απογοήτευσης και τελικά η αίσθηση του φόβου και της αδυναμίας που σε βεβαιώνουν ότι είναι άσκοπο και αφάνταστα κουραστικό να προσπαθήσεις από την αρχή να ψάξεις να βρεις αυτό που θα σε ικανοποιεί και δεν θα σε απογοητεύσει.